αιολόδειρος

αιολόδειρος
αἰολόδειρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό («αἰολόδειροι πέρδικες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + δειρή «τράχηλος, λαιμός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αἰολόδειρος — with sheeny neck masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰολόδειρον — αἰολόδειρος with sheeny neck masc/fem acc sg αἰολόδειρος with sheeny neck neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰολοδείρου — αἰολόδειρος with sheeny neck masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰολόδειροι — αἰολόδειρος with sheeny neck masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”